χτικιάρικος

χτικιάρικος
-η, -ο, Ν [χτικιάρης]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χτικιάρη
2. το ουδ. ως ουσ. το χτικιάρικο
α) παιδί που έχει προσβληθεί από φυματίωση
β) παιδί εξασθενημένο, αδύνατο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χτικιάρικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χτικιό: Έχει χτικιάρικο πρόσωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”